σοροῦ

σοροῦ
гроба

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σοροῦ" в других словарях:

  • σοροῦ — σορός vessel for holding fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • CAPULARIS Senes — apud Comicos, capulo proximus, et iam iam efferendus est, Graecis συρέλλης, ἀπὸ τῆς σοροῦ, item Τυμβογέρων; σορος quoque: quemadmodum Silicernium idem Terentio, in Adelph. Actu 4. sc. 2. v. 48. a prandio silicerno, quod conficiebatur, citca… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OSSA — I. OSSA Italiae fluv. in Tusciâ, Ptolemaeo. Fiore hodie dicitur. Baudrando nunc Albegna, in territorio Senensi, et 4. milliar. ab Orbetello in Boream, Telamonem versus, in mare Tyrrhenum se exonerat. II. OSSA Sophiano Monte Cassovo, Pineto Olira …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπέκ — και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α (ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.) 1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.) 2. προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ] …   Dictionary of Greek

  • υποσόριον — τὸ, Α βάση, υπόβαθρο σορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σορός + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αταλάντης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης στεγάζεται στο παλαιό γυμνάσιο της πόλης, που παραχωρήθηκε από το δήμο. Τα εκθέματα του μουσείου προέρχονται από την περιοχή της αρχαίας Λοκρίδας και το βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας Φθιώτιδας και καλύπτουν… …   Dictionary of Greek

  • Όλγα — I (895 – 968). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν σύζυγος του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ. Απλή αγρότισσα, γοήτευσε τον Ιγκόρ, που τη συνάντησε σε ένα κυνήγι του και την παντρεύτηκε. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της (945) ανέλαβε την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»